Κυρίες και κύριοι,
Ξεκινώντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την ευκαιρία που μου δίνουν να παρέμβω έστω και με βίντεο στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, και να ζητήσω συγγνώμη για την απουσία μου.
Ως Αντιπρόεδρος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, συμμετέχω στην αποστολή που κάνουμε αυτές τις ημέρες σε Αίγυπτο, Ισραήλ, Παλαιστίνη και Λίβανο.
Μετά την εκλογή Τραμπ βρισκόμαστε σε έναν πολύ διαφορετικό κόσμο. Είναι πλέον απαραίτητο, η Στρατηγική Αυτονομία που στο παρελθόν ήταν ένας μακρινός στόχος, να γίνει πραγματικότητα ώστε να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στις προκλήσεις ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου.
Δύο τομείς που έχουν πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια είναι η Άμυνα και η Ενέργεια.
Οι τιμές ενέργειας εξακολουθούν να είναι σημαντικά υψηλότερες στην ΕΕ και ειδικά στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες περιοχές του κόσμου.
Παράλληλα αντιμετωπίζουμε προκλήσεις με μεγαλύτερες την διαφαινόμενη μείωση της διεθνούς συνεργασίας, κυρίως λόγω Τραμπ, αλλά και της ανυπαρξίας εγχώριων αλυσίδων αξίας στις πρώτες ύλες και την μεταποίηση στις πράσινες τεχνολογίες.
Για να περιοριστώ στα καθ’ ημάς και στη γεωπολιτική διάσταση, παρά τις μεγάλες επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές που σχεδιάσαμε πριν 15 χρόνια (ΤΑΡ, Αλεξανδρούπολη, IGB), δυστυχώς ο Κάθετος Διάδρομος, που θα μεγιστοποιήσει την γεωπολιτική αξία αυτών των υποδομών δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ενώ τα έργα στην Ανατολική Μεσόγειο, η ηλεκτρική διασύνδεσης με Κύπρο – Ισραήλ και ο αγωγός East Med βαλτώνουν λόγω και της έλλειψης πολιτικής αποφασιστικότητας και οράματος. Τέλος, παρά τον πρόσφατο εντυπωσιακό, στο όριο του γραφικού αυτοθαυμασμού, της Κυβέρνησης, το εθνικό πρόγραμμα αξιοποίησης των υδρογονανθράκων καθυστέρησε μια δεκαετία.
Δυστυχώς, δεν ήταν το μόνο στο οποίο καθυστέρησε σημαντικά.
Είναι και η αμυντική βιομηχανία, όπου επικεντρώνεται και η συζήτηση σήμερα.
Όπως ίσως θα σας επιβεβαιώσουν και οι υπόλοιποι ομιλητές, από τα 13 δισεκατομμύρια εξοπλισμών, ελάχιστα κατευθύνθηκαν προς την εγχώρια παραγωγή.
Λίγο καλύτερη είναι η κατάσταση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου οι αμυντικές δαπάνες ξεπέρασαν τα 350 δισεκατομμύρια ευρώ, όμως το 78% πηγαίνει σε τρίτες χώρες.
Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορούμε να μιλάμε για Στρατηγική Αυτονομία όταν τη μερίδα του λέοντος των αμυντικών δαπανών, την καρπώνονται εταιρείες του εξωτερικού.
Για το λόγο αυτό, η αναγέννηση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δεν είναι απλώς ένας στόχος αλλά εθνική αναγκαιότητα.
Δεν γίνεται εμείς να είμαστε εξαρτημένοι από εξοπλισμούς που έρχονται από το εξωτερικό ενώ η γειτονική Τουρκία αναπτύσσει συνεχώς την αμυντική της βιομηχανία, ενισχύοντας τις εξαγωγές της κατά 7,15 δισ. δολάρια μόνο το 2024.
Η αναγέννηση του τομέα είναι εφικτή μόνο μέσω μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής που θα συνδυάζει δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, τεχνολογική καινοτομία και διεθνή συνεργασία.
Άλλωστε τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει παρουσιάσει μία σειρά από προγράμματα και προτάσεις που μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα, στο οποίο οι Ελληνικές αμυντικές εταιρείες συμμετέχουν με πολύ καλά αποτελέσματα μέχρι τώρα.
Επιπλέον, υπάρχουν εργαλεία τα οποία βρίσκονται ακόμα υπό διαπραγμάτευση, όπως το Ευρωπαϊκό Αμυντικό Βιομηχανικό Πρόγραμμα (EDIP) για το οποίο είμαι ο εισηγητής της Σοσιαλιστικής Ομάδας στην Επιτροπή Βιομηχανίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ITRE).
Ένας από τους βασικούς στόχους είναι η ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης στην Ευρώπη, ώστε να μειώσουμε τις εξαρτήσεις. Στο πλαίσιο αυτό έχει ήδη τεθεί ο στόχος ώστε μέχρι το 2030, το 50% των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών να κατευθύνεται σε ευρωπαϊκές εταιρίες.
Με τη συμμετοχή της σε προγράμματα όπως το EDIP, η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από τη συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και να ενισχύσει την αμυντική της βιομηχανία. Αρκεί βέβαια, να υπάρχει και η σχετική πολιτική βούληση, που δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει.
Πρόσφατα είδαμε τις εξελίξεις με τους πυραύλους Μeteor.
Όταν δεν συμμετέχουμε με συμπαραγωγές, κοινοπραξίες για την ανάπτυξη και παραγωγή οπλικών συστημάτων, δυστυχώς μπορούμε να βρεθούμε εύκολα εκτεθειμένοι.
Δυστυχώς φάνηκε πως στη διαπραγμάτευση δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για το μέλλον. Όμως με μία ισχυρή ελληνική αμυντική βιομηχανία αυτά θα μπορούσαν να αποτραπούν και να μην μπαίνουμε σε έναν αέναο ανταγωνισμό εξοπλισμών με μόνο κερδισμένο κάποιες ξένες εταιρείες.
Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα τουλάχιστον, οι κανόνες για τις εξαγωγές όπλων είναι εθνικοί.
Η κοινή απόφαση του 2008, που θέτει κάποια βασικά κριτήρια για τις εξαγωγές όπλων, και τα οποία αν εφαρμόζονταν κανονικά θα έπρεπε να είχε επιβληθεί εμπάργκο όπλων στην Τουρκία, τα Κράτη Μέλη ουσιαστικά τα παραβλέπουν. Άλλωστε, όπως μου απάντησε πρόσφατα σε ερώτησή μου η Ύπατη Εκπρόσωπος, για την επιβολή εμπάργκο απαιτείται ομοφωνία.
Για το λόγο αυτό στη συνάντηση που είχα πριν από λίγες ημέρες με τον Επίτροπο Άμυνας, του έθεσα το ζήτημα τα κριτήρια της Κοινής Απόφασης να γίνουν υποχρεωτικά. Ιδιαίτερα τώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρηματοδοτήσει την αμυντική βιομηχανία, δεν μπορούμε να έχουμε αμυντική τεχνολογία που έχει λάβει ευρωπαϊκή οικονομική στήριξη να βρεθεί να χρησιμοποιείται εναντίον κρατών μελών. Πρέπει να έχουμε κοινούς αυστηρούς κανόνες εξαγωγών όπλων, γιατί αλλιώς το μόνο που θα κάνουμε είναι να υποθηκεύουμε το κοινό μας μέλλον.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω και ένα άλλο σημαντικό σημείο, απαραίτητο για την αναγέννηση της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας: τη χρηματοδότηση.
Θα ξεκινήσω από τον ιδιωτικό τομέα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τουλάχιστον έχει αρχίσει να δημιουργείται μία δυναμική ώστε αυτό να αλλάξει. Φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων μπορεί να αλλάξει τους κανόνες της και από την μεριά της Πολωνίας έχουμε ακούσει την πρόταση για τη δημιουργία μίας Τράπεζας που ουσιαστικά θα χρηματοδοτεί μόνο έργα στην αμυντική βιομηχανία.
Ενώ όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη επιπλέον επενδύσεων στον τομέα της άμυνας, κάποιες χώρες δεν είναι διατεθιμένες να βάλουν το χέρι στην τσέπη.
Η πρόταση για εξαίρεση των δαπανών σε επενδύσεις στην άμυνα από τον υπολογισμό του ελλείματος δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα.
Η Επιτροπή έχει υπολογίσει ότι θέλει να επενδύσει 500 δισεκατομμύρια μέχρι το 2030. Δεν θα είναι βεβαίως όλα εθνικά χρήματα. Για εμάς δεν είναι λύση, η αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών να έρθει σε βάρος του κοινωνικού κράτους και των πολιτικών συνοχής καθώς αυτό θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Συμπερασματικά και για να μη σας κουράζω άλλο, ο ελληνικός αμυντικός τομέας μπορεί να αναγεννηθεί και να παίξει έναν αποφασιστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική, σοβαρή δέσμευση και πολιτική βούληση.
Σας ευχαριστώ.
Στις 20 Αυγούστου 2018 η Ελλάδα βγαίνει, όχι γενικά από τα μνημόνια, όπως λένε διάφοροι κυβερνητικοί εκπρόσωποι, αλλά από το “Μνημόνιο Τσίπρα”, το αχρείαστο μνημόνιο των 86 δις €, το μνημόνιο που έφερε παραπάνω περικοπές μισθών, μείωση αφορολογήτου, εξαφάνιση του ΕΚΑΣ, 50% αύξηση στο ιδιωτικό χρέος και δέσμευση της δημόσιας περιουσίας.